Η ὓπαιθρος της Κρήτης – Η Κρήτη της ὑπαίθρου
Η Κρήτη απλώνεται επιμήκης, από ανατολικά προς τα δυτικά, μεταβαλλόμενη σε ορεινή, πεδινή και παραθαλάσσια, με φυσικά λιμάνια, ακτές φιλικές, προσβάσιμες αλλά και βραχώδεις, με φαράγγια, σπήλαια και οροπέδια, αλλού αποκλεισμένη κι αλλού ανοιχτή στην επικοινωνία, ευρύχωρη. Ως προς την γεωγραφική της θέση, το μέγεθος, την γεωμορφολογία, την ιστορία της και με μεγάλο βαθμό αυτάρκειας, διαμόρφωσε ένα πυκνό οικιστικό δίχτυ στην ύπαιθρο, ικανό να ανταποκρίνεται στην καλλιέργεια της γης και να παράγει πλεόνασμα ανθρώπων και πλούτου για τις πόλεις.
Στην ιστορική πορεία, ειδικά από τον 13ο αιώνα, στην διάρκεια της Βενετοκρατίας, διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για την υλοποίηση ενός δικτύου μικρών και μεγάλων κέντρων στην ενδοχώρα, βασιζόμενο στα ζητούμενα της αγροτικής παραγωγής, της ανάγκης για άμυνα και της κίνησης προς τα λιμάνια. Επί του φυσικού περιβάλλοντος του νησιού, οι καλλιέργειες και η κατοίκηση με τον καιρό οδήγησαν στην δημιουργία του δεδομένου πολιτισμικού χώρου, με ισχυρή φυσιογνωμία, ώστε σήμερα να μπορούμε βάσιμα να μιλάμε για το κρητικό τοπίο.
Η Κρήτη απλώνεται επιμήκης, από ανατολικά προς τα δυτικά, μεταβαλλόμενη σε ορεινή, πεδινή και παραθαλάσσια, με φυσικά λιμάνια, ακτές φιλικές, προσβάσιμες αλλά και βραχώδεις, με φαράγγια, σπήλαια και οροπέδια, αλλού αποκλεισμένη κι αλλού ανοιχτή στην επικοινωνία, ευρύχωρη. Ως προς την γεωγραφική της θέση, το μέγεθος, την γεωμορφολογία, την ιστορία της και με μεγάλο βαθμό αυτάρκειας, διαμόρφωσε ένα πυκνό οικιστικό δίχτυ στην ύπαιθρο, ικανό να ανταποκρίνεται στην καλλιέργεια της γης και να παράγει πλεόνασμα ανθρώπων και πλούτου για τις πόλεις.
Στην ιστορική πορεία, ειδικά από τον 13ο αιώνα, στην διάρκεια της Βενετοκρατίας, διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για την υλοποίηση ενός δικτύου μικρών και μεγάλων κέντρων στην ενδοχώρα, βασιζόμενο στα ζητούμενα της αγροτικής παραγωγής, της ανάγκης για άμυνα και της κίνησης προς τα λιμάνια. Επί του φυσικού περιβάλλοντος του νησιού, οι καλλιέργειες και η κατοίκηση με τον καιρό οδήγησαν στην δημιουργία του δεδομένου πολιτισμικού χώρου, με ισχυρή φυσιογνωμία, ώστε σήμερα να μπορούμε βάσιμα να μιλάμε για το κρητικό τοπίο.
Η εδραιωμένη εικόνα του τόπου της προκοπής, που πλουτίζει από την εργασία με τη γη και νοηματοδοτεί τη ζωή των ανθρώπων, οδηγεί τις επόμενες γενιές στις σπουδές, στην τέχνη, στον κόσμο. Κοινωνίες που ωρίμασαν μέσα από την συμμετοχή των ανθρώπων τους στα απελευθερωτικά κινήματα και τους μεγάλους πολέμους, αποτυπώθηκαν από τον αργαλειό, την κεραμική, τα τραγούδια και όλα μαζί από τον φακό σπουδαίων φωτογράφων. Με την παράλληλη δράση ιστορικών και αρχαιολόγων από την Ευρώπη και την Αμερική, ο κόσμος αυτός εισήλθε στον 20ο αιώνα, διαρκώς εμπλουτιζόμενος με νέα εργαλεία, νέες σκέψεις και τρόπους, διαμορφώνοντας τα δεδομένα της κρητικής παράδοσης, συγχρόνως με τον μοντέρνο κόσμο. Αλλού ερήμωσαν και αλλού μεταλλάχτηκαν οι τόποι και οι άνθρωποι. Σήμερα όταν μιλάμε για ύπαιθρο στην Κρήτη ο νους ξεχνάει τις ακτές του βορρά, από τους κάμπους σκαρφαλώνει στα ριζά των βουνών, ξανοίγει και αφουγκράζεται, κατεβαίνει τα φαράγγια ως το Λιβυκό.
Στην ύπαιθρο της Κρήτης κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης έγινε προσπάθεια αναγνώρισης του παραγωγικού της ρόλου και του πολιτισμικού της χαρακτήρα, μέσα από τις ποικίλες δράσεις τοπικών φορέων. Οι δράσεις αυτές απέδωσαν οικονομική ευρωστία σε μεγάλο βαθμό για τους μόνιμους κατοίκους και επιπλέον εναύσματα σε εκείνους των πόλεων για επιστροφή στο χωριό, σχεδόν αποκλειστικά το Σαββατοκύριακο.
Ο σύγχρονος πολιτισμός, πολιτισμός των πόλεων, δεν καλλιεργεί εναύσματα ισότιμης συνύπαρξης με την ύπαιθρο. Απωθώντας την άλλοτε ως έδαφος του ιδεώδους και άλλοτε στον χώρο του βάναυσου, οργανώνει κατά περίπτωση τους όρους της συνύπαρξης. Ο τρύγος, το λιομάζωμα, το κλάδεμα και οι κουρές, αλλά και οι γάμοι, οι λιτανείες, τα πανηγύρια, λειτουργούν περισσότερο ως θέαμα και λιγότερο ως εκφάνσεις πραγματικής ζωής στο χωριό.
Για τον κόσμο της υπαίθρου, σήμερα, οφείλουμε να εμβαθύνουμε, για να διαμορφώσουμε όλους εκείνους τους όρους που απαιτούνται προκειμένου να αναπαρίσταται ισόρροπα με την πόλη, η οποία συνεχίζει να την επικαλύπτει με την δική της Παιδεία. Οφείλουμε να την αντιληφθούμε στο κανονικό της μέγεθος και πάλι να την κατοικήσουμε, λαμβάνοντας μέρος σε όλο το φάσμα της ζωής εκεί, κάνοντας χρήση των σύγχρονων μέσων και μαζί αναγεννώντας τα παλιά. Ωστόσο, οι άνθρωποι που έφυγαν από την ύπαιθρο δεν είναι οι ίδιοι με εκείνους που επιστρέφουν σε αυτή. Η φυγή υπήρξε κατά καιρούς ιστορική αναγκαιότητα και η επιστροφή οφείλει να προκύπτει επίσης ως αναγκαιότητα.
Η ύπαιθρος, η ζωή στο χωριό, η παράδοση, απαρτίζουν έναν κόσμο συγκροτημένο, με εξαιρετικές συνάφειες σε όλα του τα μέρη, που έχει αποδείξει την ικανότητά του να αφομοιώνει τους νεωτερισμούς και να επαναπροσδιορίζεται, να εξελίσσεται βάσει της αρχής της συνέχειας, εκεί όπου όλα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια, σιωπηλά, αδιαμφισβήτητα. Αυτή η γνώση δεν είχε την δυνατότητα, ή μάλλον λόγω της φύσης της, δεν συγκρότησε την δική της Παιδεία. Τέτοια συγκρότηση, την άφησε στον πολιτισμό της πόλης να την αναλάβει ως μέρος του δικού του φαντασιακού.
Ο σύγχρονος πολιτισμός, πολιτισμός των πόλεων, δεν καλλιεργεί εναύσματα ισότιμης συνύπαρξης με την ύπαιθρο. Απωθώντας την άλλοτε ως έδαφος του ιδεώδους και άλλοτε στον χώρο του βάναυσου, οργανώνει κατά περίπτωση τους όρους της συνύπαρξης. Ο τρύγος, το λιομάζωμα, το κλάδεμα και οι κουρές, αλλά και οι γάμοι, οι λιτανείες, τα πανηγύρια, λειτουργούν περισσότερο ως θέαμα και λιγότερο ως εκφάνσεις πραγματικής ζωής στο χωριό.
Για τον κόσμο της υπαίθρου, σήμερα, οφείλουμε να εμβαθύνουμε, για να διαμορφώσουμε όλους εκείνους τους όρους που απαιτούνται προκειμένου να αναπαρίσταται ισόρροπα με την πόλη, η οποία συνεχίζει να την επικαλύπτει με την δική της Παιδεία. Οφείλουμε να την αντιληφθούμε στο κανονικό της μέγεθος και πάλι να την κατοικήσουμε, λαμβάνοντας μέρος σε όλο το φάσμα της ζωής εκεί, κάνοντας χρήση των σύγχρονων μέσων και μαζί αναγεννώντας τα παλιά. Ωστόσο, οι άνθρωποι που έφυγαν από την ύπαιθρο δεν είναι οι ίδιοι με εκείνους που επιστρέφουν σε αυτή. Η φυγή υπήρξε κατά καιρούς ιστορική αναγκαιότητα και η επιστροφή οφείλει να προκύπτει επίσης ως αναγκαιότητα.
Η ύπαιθρος, η ζωή στο χωριό, η παράδοση, απαρτίζουν έναν κόσμο συγκροτημένο, με εξαιρετικές συνάφειες σε όλα του τα μέρη, που έχει αποδείξει την ικανότητά του να αφομοιώνει τους νεωτερισμούς και να επαναπροσδιορίζεται, να εξελίσσεται βάσει της αρχής της συνέχειας, εκεί όπου όλα αλλάζουν και όλα μένουν ίδια, σιωπηλά, αδιαμφισβήτητα. Αυτή η γνώση δεν είχε την δυνατότητα, ή μάλλον λόγω της φύσης της, δεν συγκρότησε την δική της Παιδεία. Τέτοια συγκρότηση, την άφησε στον πολιτισμό της πόλης να την αναλάβει ως μέρος του δικού του φαντασιακού.
Στην σύγχρονη συγκυρία, φορείς κι άλλες εκφράσεις της κοινωνίας, οφείλουν να διαμορφώσουν ένα ελκυστικό πλαίσιο για ανθρώπους που είναι διατεθειμένοι τόσο να εργαστούν όσο και να την κατοικήσουν. Να την επιλέξουν συνειδητά εν γνώση τους ότι η ζωή στην ύπαιθρο δεν μπορεί να πάψει να αποτελεί συνύπαρξη με τα ζώα και τα φυτά, να προκαλεί ιδρώτα και να λερώνει. Αυτή η πραγματικότητα σε όλο της το μέγεθος οφείλει να αναδειχθεί σε μοντέλο πραγματικής σύγχρονης ζωής, εκεί όπου κατά τον Πορτογάλο ποιητή Fernando Pessoa, μετράμε τον κόσμο σύμφωνα με το ανάστημά μας.
Για το δίχτυ των οικισμών και το δίχτυ των συνδέσμων μεταξύ των τόπων, που διαμόρφωσε η ιστορία της Κρήτης, οφείλουμε να πάρουμε πρωτοβουλίες, να προωθήσουμε δράσεις για την επανεκτίμηση της φύσης και των δυνατοτήτων του, μέσα από μια συνεχή διαδικασία συζήτησης για την απαραίτητη συναίνεση, αναφορικά με τις προσδοκίες των επιμέρους κοινοτήτων. «Φρούτο» της ανάγκης στήριξης όλης αυτής της προσπάθειας αποτελεί η δημιουργία του Παρατηρητήριου Υπαίθρου Κρήτης (ΠΥΚ), ως δομής που με διεπιστημονικό τρόπο θα επιχειρήσει να συμβάλλει στη συνεχή καταγραφή της δυναμικής των τόπων και των ανανεωνόμενων διαθέσεων των ανθρώπων για την επανακατοίκηση της Κρητικής Υπαίθρου, μέσα από τρία βασικά βήματα: τη Συγκέντρωση δεδομένων, την Αξιολόγηση / Επεξεργασία τους και τη Διατύπωση προτάσεων / κατευθύνσεων, με αποδέκτες τους φορείς της Κρήτης.